Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Ο φτωχός συγγενής της τέχνης*

του Μαξ Στίρνερ

Πώς η Τέχνη δημιουργεί, συντροφεύει,
αλλά τελικά... ενταφιάζει τη Θρησκεία.

[Πρόκειται για ένα ριζοσπαστικό κείμενο του Μαξ Στίρνερ (1806-1856) με τίτλο «Τέχνη και Θρησκεία» που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από το Πανοπτικόν, τεύχος 2, το 2001. Πηγή: Διαδικτυακό περιοδικό Ελεύθερη Έρευνα]

Από τη χρονική στιγμή που ο άνθρωπος υποψιάζεται, πως ενυπάρχει μια άλλη πλευρά του εαυτού του μέσα του και ότι δε βρίσκεται πλέον στην απλή φυσική του κατάσταση προχωρεί στο να διαχωρίσει τον εαυτό του σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό στο οποίο πρέπει να εξελιχθεί. Όπως ακριβώς ο έφηβος είναι το μέλλον του αγοριού, και ο ώριμος άνδρας το μέλλον του αθώου παιδιού, έτσι κι αυτή η άλλη πλευρά του είναι ο μελλοντικός άνθρωπος, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της παρούσας πραγματικότητας. Από την αυγή αυτής της υποψίας ο άνθρωπος αγωνίζεται και αδημονεί για τον Άλλο άνθρωπο του μέλλοντος, και δεν θα ησυχάσει μέχρι να ατενίσει τον εαυτό του με την μορφή του Άλλου, της άλλης πλευράς του.
Αυτή η μορφή ταλαντεύεται μέσα του για πολύ καιρό: την ψηλαφίζει μονάχα σαν μια δέσμη φωτός στο εσώτερο σκοτάδι του, που εξαπλώνεται άν και δεν έχει ακόμα καθορισμένη μορφή ή περίγραμμα. Για μια μακρά περίοδο, μαζί με άλλους τυφλούς και βωβούς, που ψηλαφίζουν αυτό το σκοτάδι, η καλλιτεχνική διάνοια αναζητεί να εκφράσει τούτο το προαίσθημα. Αυτό που κανείς άλλος δεν καταφέρνει να κάνει, το πετυχαίνει, παρουσιάζοντας την ανυπομονησία, την αναζήτηση της μορφής, και ανιχνεύοντας το σχήμα του δημιουργεί έτσι το Ιδανικό.

 Τι είναι λοιπόν ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ο ιδεώδης χαρακτήρας από τον οποίο αυτό είναι ό,τι μπορεί να διακρίνει, αν όχι ο Ιδανικός άνθρωπος, το ανθρώπινο Ιδανικό; Ο καλλιτέχνης και μόνο, έχει επιτέλους ανακαλύψει τη σωστή λέξη, την ακριβή εικόνα, την ορθή έκφραση αυτής της παρουσίας, που αναζητούμε όλοι. Παρουσιάζει το προαίσθημα – είναι το Ιδανικό. Ναι! αυτό είναι! Ιδού το τέλειο σχήμα, η εμφάνιση, που τόσο περιμέναμε, τα καλά νέα, χαράς ευαγγέλια. Ο αγγελιαφόρος, που στείλαμε τόσο παλιά με την ερώτηση, της οποίας η απάντηση θα ικανοποιούσε τη δίψα του πνεύματός μας επέστρεψε! Λοιπόν ας χαιρετίσει ο κόσμος τη δημιουργία αυτής της διάνοιας και μετά ας υποκλιθεί μπροστά της – λατρευτικά. Ναι ω λατρεμένε! Οι μάζες των ανθρώπων προτιμούν να είναι διττές παρά μοναχικές, δυσανασχετούν, όταν βρίσκονται στη φυσική τους απομόνωση. Αποζητούν μια άλλη πνευματική ύπαρξη για δεύτερο εαυτό τους. Αυτός ο όχλος είναι ικανοποιημένος με το έργο της διάνοιας και ο διαχωρισμός είναι πλήρης.

Για πρώτη φορά ο άνθρωπος αναπνέει άνετα, μιας και η ενδόμυχη σύγχυσή του λύθηκε και η ενοχλητική υποψία εγκαταλείφθηκε χάρη στην περιγραφή μιας αντιληπτής μορφής. Αυτός ο Άλλος είναι και δεν είναι ο άνθρωπος: είναι η άλλη του πλευρά προς την οποία όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματά του κυλούν, αλλά χωρίς να την αγγίζουν πραγματικά. Είναι λοιπόν η άλλη πλευρά του ενσωματωμένη και αξεχώριστα ενωμένη με την παροντική ολότητα. Είναι ο κρυφός θεός αλλά είναι απλησίαστος. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να αντιληφθεί ούτε να κατανοήσει. Απλώνει τα χέρια του, αλλά δε φτάνει ποτέ τον Άλλο. Μα αν τον έφτανε πώς θα μπορούσε ο «Άλλος» να συνεχίσει να υπάρχει; Τι θα απέμενε απ’ αυτόν το διαχωρισμό με όλους τους πόνους και τις απολαύσεις του; Θα υπήρχε άραγε - και μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί, αυτός λοιπόν ο διαχωρισμός, που ονομάζεται – θρησκεία;
 Η Τέχνη γεννά διαχωρισμό, τοποθετώντας το Ιδανικό πέρα και ενάντια στον άνθρωπο. Αυτή όμως η άποψη, που διήρκεσε τόσο πολύ, ονομάζεται θρησκεία, και θα διαρκέσει μέχρι ένα μόνο απαιτητικό μάτι να σύρει το Ιδανικό πάλι μέσα και το κατασπαράξει. Συνεπώς, καθότι είναι μια άπ-όψη, απαραίτητο είναι ένα Αντικέιμενο. Ο άνθρωπος συσχετίζει μόνος του θρησκευτικά το Ιδανικό, που χάραξε η καλλιτεχνική δημιουργία με το δεύτερο εξωτερικευμένο Εγώ, όπως με ένα Αντικείμενο. Εδώ εδράζει όλη η αγωνία και οι αγώνες των αιώνων, γιατί είναι επίφοβο να βρίσκεται κανείς εκτός του εαυτού του, αντιμετωπίζοντας τον ως αντικείμενο, χωρίς να ενωθεί με αυτό και ως ένα αντικείμενο τοποθετημένο απέναντι και ενάντια στον άνθρωπο ικανό να εκμηδενιστεί εκμηδενίζοντας ταυτόχρονα και τον ίδιο.
Ο θρησκευτικός κόσμος ζει με τις χαρές και τις λύπες, που βιώνει μέσω του Αντικειμένου, κι έτσι ζει αποξενωμένος από τον εαυτό του. Η πνευματική του ύπαρξη δεν έγκειται στη λογική (αιτιολόγηση) αλλά στην παραδοχή (πίστη). Η θρησκεία είναι ζήτημα παραδοχής. Το Αντικείμενο είναι τόσο απλησίαστο που καμιά ευλαβής ψυχή δεν μπορεί να το κερδίσει ολοκληρωτικά, αντίθετα οφείλει να κερδηθεί απ’ αυτό, τόσο εύθραυστο είναι το πνεύμα της, όταν αντιτίθεται στο Αντικείμενο της παραδοχής.«Ψυχρή παραδοχή»! – Δε γνωρίζεις τι εστί; Δε γνωρίζεις ότι τίποτα δεν είναι τόσο διακαώς θερμό, τόσο ηρωικά καθορισμένο όπως η παραδοχή; censeo, carthaginem esse delendam (ψηφίζω, η Καρχηδών να καταστραφεί) παραδέχτηκε ο Κάτων και παρέμεινε έτσι λογικός. Η Γη κινείται γύρω από τον ήλιο έλεγε η παραδοχή στο Γαλιλαίο ακόμα κι όταν ο αδύναμος γέρος γονάτισε αρνούμενος την αλήθεια, καθώς σηκώθηκε ξανά είπε «και όμως κινείται» (γύρω από τον ήλιο). Καμία δύναμη δεν είναι αρκετά σπουδαία ώστε να μας αναγκάσει να απορρίψουμε τη σκέψη, ότι δυο φορές το δύο κάνει τέσσερα κι έτσι η αιωνόβια λέξη «παραδοχή» παραμένει ως εξής: «στέκομαι εδώ, δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο!» Η βάση μιας τέτοιας παραδοχής είναι ακλόνητη καθότι το αντικείμενο(δυο φορές το δύο κάνει τέσσερα κλπ) δεν επιτρέπει στον εαυτό του να κλονιστεί. Έχει μήπως η θρησκεία παρόμοια παραδοχή; Ασφαλώς, καθώς έχει επίσης ένα ακλόνητο Αντικείμενο με το οποίο είναι οχυρωμένη: ο καλλιτέχνης το έχει δημιουργήσει για σας και μόνο ο καλλιτέχνης μπορεί να το επανακτήσει για σας.
Η θρησκεία δεν περιέχει διάνοια. Δεν υπάρχει θρησκευτική διάνοια και ουδείς θα μπορούσε να ξεχωρίσει ταλαντούχους και μη-ταλαντούχους στη θρησκεία. Για τη θρησκεία ο καθένας έχει την ίδια ικανότητα, ικανότητα για την παραδοχή της τριάδας και της πυθαγόρειας θεωρίας εξίσου. Φυσικά δεν πρέπει να συγχέεται η θρησκεία με τη θεολογία, όπου δεν έχουν όλοι την ίδια ικανότητα, όπως ισχύει στα ανώτερα μαθηματικά και την αστρονομία, καθώς αυτά τα πράγματα απαιτούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο υπολογισμού.
Μόνο ο ιδρυτής μιας θρησκείας είναι εμπνευσμένος, αλλά είναι επίσης ο δημιουργός Ιδανικών, χωρίς τη δημιουργία του οποίου κάθε επόμενη διάνοια θα ήταν αδύνατη. Όπου το πνεύμα εμπνέεται από κάποιο Αντικείμενο, η κίνησή του θα είναι πλήρως καθορισμένη από αυτό το Αντικείμενο. Αν μια ορισμένη αμφισβήτηση σχετικά με την ύπαρξη του θεού, σχετικά με αυτό το υπερβατικό αντικείμενο αναδυόταν στο θρησκευόμενο άτομο, τότε αυτό θα έπαυε να είναι θρησκευόμενο, περίπου όπως κάποιος που πιστεύει στα φαντάσματα θα έπαυε να είναι πιστός όταν οριστικά αμφισβητούσε την ύπαρξή τους.
Το θρησκευόμενο άτομο ενδιαφέρεται μόνο για τις «αποδείξεις της ύπαρξης του θεού» διότι βιαστικά καθώς δέθηκε στον κύκλο της πίστης, φύλαξε εσωτερικά την ελεύθερη κίνηση της κατανόησης και υπολογισμού. Εδώ, λέγω, το πνεύμα εξαρτημένο από ένα αντικείμενο, ζητά να το ερμηνεύσει, να το εξερευνήσει, να το νιώσει, να το αγαπήσει κ.ο.κ… Επειδή δεν είναι ελεύθερο και απ’ τη στιγμή, που η ελευθερία είναι η προϋπόθεση της διάνοιας, το θρησκευτικό πνεύμα δεν είναι εμπνευσμένο. Η εμπνευσμένη ευλάβεια δεν είναι πιο λαμπρή από κάθε άλλη βλάβη. Η θρησκεία είναι πάντα φιλόξενη για τους ανόητους, και κάθε μη-δημιουργικός μπούφος μπορεί και θα έχει πάντα μια θρησκεία, καθώς η απουσία δημιουργικότητας δεν φαίνεται να παρακωλύει την ισόβια εξάρτηση.
«Δεν είναι όμως η αγάπη η καθαρή ουσία της θρησκείας, και δεν είναι ολοκληρωτικά θέμα βίωσης και όχι παραδοχής;» Κι αν όμως είναι όντως θέμα της καρδιάς, είναι αναγκαστικά λιγότερο θέμα παραδοχής; Αν παρασέρνει ολόκληρη την καρδιά μου, είναι ζήτημα καρδιάς – αλλά αυτό δεν αποκλείει την παραδοχή μου, κι αυτό από μόνο του δεν είναι κάτι απαραίτητα καλό, αφού και το μίσος ή ο φθόνος είναι επίσης ζητήματα της καρδιάς. Η αγάπη είναι, πράγματι, μόνο ένα μέρος της παραδοχής, διαφορετικά όμως, μπορεί να διατηρήσει αψεγάδιαστο τον τίτλο της ως ζήτημα της καρδιάς. Σε κάθε περίπτωση η αγάπη δεν είναι ζήτημα λογικής, καθότι στο βασίλειο της λογικής υπάρχει πολύ λιγότερη αγάπη απ’ αυτήν που θα γιορταστεί σύμφωνα με το Χριστό στη βασιλεία των ουρανών. Φυσικά είναι επιτρεπτό να μιλούμε για μια αγάπη που ‘ξεπερνά την παραδοχή’, αλλά αυτή είναι τόσο πέρα από την παραδοχή, ώστε δεν αξίζει – όπως αυτό, που τόσο συχνά αποκαλείται αγάπη από όσους ερωτεύονται μια ελκυστική φάτσα – ή μπορεί να εμφανιστεί στο μέλλον, μια αγάπη που προς το παρόν βρίσκεται πέρα από την έκφραση της κατανόησης, αλλά ακόμα δεν έχει βρει την έκφρασή της.

Η παιδική αγάπη, κενή συνείδησης, γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στον εαυτό της, και μεμονωμένα δεν είναι τίποτα χωρίς τα δεδομένα ζητήματα συνείδησης, τραβώντας τόσο μακριά όσο και η πορεία της ωρίμανσης του παιδιού και της κατανόησης του. Όσο το παιδί δεν δίνει σημάδια κατανόησης, δεν δείχνει – όπως μπορεί να διδαχθεί ο καθένας εμπειρικά – αγάπη. Η αγάπη του ξεκινά με τον φόβο – ή, αν επιθυμείτε, με το σεβασμό – εκείνου του Αντικειμένου, που θα ξεχωρίσει πρώτο από το γενικό χάος, που τα περιέχει όλα συμπεριλαμβάνοντας τους ανθρώπους, και στο οποίο θα προσηλωθεί περισσότερο απ’ ότι σε κάποιο άλλο. Το παιδί αγαπάει επειδή έλκεται από μια παρουσία, ένα πράγμα ή άτομο στα όρια της εξουσίας του ή στον ‘μαγικό του κύκλο’ αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα πως το ον, που είναι η μητέρα του είναι ξεχωριστό από τα’ άλλα όντα ακόμη κι αν δε ξέρει πώς να εκφράσει αυτή την παραδοχή. Κανένα παιδί δεν αγαπά πριν οποιαδήποτε παραδοχή, και η πιο μεγάλη του αγάπη δεν είναι τίποτα παραπάνω απ’ αυτή την εσωτερικευμένη παραδοχή. Όποιος έχει παρατηρήσει προσεκτικά την αγάπη ενός παιδιού θα βρει αυτό το αξίωμα αληθές. Αλλά όχι μόνο διεγείρεται και βυθίζεται η αγάπη ενός παιδιού με την κατανόηση του Αντικειμένου της (όπως τόσο συχνά ονομάζεται, αξιοσημείωτα αλλά και χονδροειδώς το αγαπημένο πρόσωπο) (σ.τ.μ: gegenstandes στο πρωτότυπο: εννοεί την έκφραση:‘αντικείμενο της αγάπης’) αλλά και κάθε αγάπη. Με την εντύπωση μιας παρεξήγησης, η αγάπη διαρκεί πάνω-κάτω όσο κρατήσει αυτή (η παρεξήγηση), και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την λέξη παρεξήγηση για να προσδιορίσουμε επακριβώς την παραφωνία, που αναστατώνει την αγάπη. Η αγάπη χάνεται και εξαφανίζεται, όταν ο ένας παρεξηγείται ολοκληρωτικά από τον άλλο: η παρεξήγηση είναι τότε τέλεια και η αγάπη παρελθόν.
Η αγαπημένη παρουσία είναι ένα απαραίτητο Αντικείμενο, ένας «Άλλος». Έτσι έχουν τα πράγματα με την παραδοχή, αυτήν την ιδιαίτερη πνευματική πράξη θρησκείας κι αυτό επειδή η παραδοχή υφίσταται μόνο σε σχέση μ’ ένα Αντικείμενο, μόνο ο συλλογισμός και η αφοσίωση και όχι η ελεύθερη, άναρχη «λογική» σκέψη, την οποία η θρησκεία θα αποκαλούσε και θα αφόριζε ως φιλοσοφική χίμαιρα Εφ’ όσον η κατανόηση προϋποθέτει ένα αντικείμενο ακυρώνεται αυτόματα η δράση της μόλις ανιχνεύσει περισσότερα από αυτό. Το ενδιαφέρον της για μια υπόθεση λήγει μαζί με την δράση της πάνω στην υπόθεση, και γι’ αυτό για να αφιερώσει εθελούσια τον εαυτό της και τις δυνάμεις της σε οτιδήποτε θα πρέπει αυτό να αποτελεί μυστήριο γι αυτήν. Αυτό ισχύει εξίσου γι΄ αυτόν που αγαπά και για τον αγαπώμενο.
Ο γάμος εξασφαλίζει μια βέβαιη αγάπη μόνο όταν στο ζευγάρι ανακαλύπτει ο ένας τον άλλο εκ νέου κάθε μέρα και όταν ανακαλύπτει ο ένας στον άλλο μια αστείρευτη πηγή ζωής, που αποτελεί ένα μυστήριο, ανεξερεύνητη και αχαρτογράφητη. Εάν δε βρίσκουν κάτι νέο ο ένας στον άλλο, η αγάπη εκφυλίζεται σε ανία και αδιαφορία. Η δραστηριότητα της κατανόησης όταν αδυνατεί να εξασκηθεί πάνω σ ένα μυστήριο επειδή το σκοτάδι του έχει διαλυθεί, αποστρέφεται τον ολότελα κατανοητό και ανούσιο πλέον Άλλο. Όποιος επιθυμεί να αγαπηθεί οφείλει να φροντίσει, όπως η έξυπνη γυναίκα, να μη προσφέρει όλη του τη γοητεία με την μία. Με μια ανανέωση κάθε πρωί η αγάπη μπορεί να διαρκέσει αιώνες! Η κατανόηση ασχολείται με αληθινά μυστήρια τα οποία εξελίσσει σε υποθέσεις της καρδιάς: το αληθινό άτομο μπλέκεται με θέματα κατανόησης κι έτσι αυτά μεταλλάσσονται σε υποθέσεις της καρδιάς.
Κι ενώ η τέχνη έχει δημιουργήσει το Ιδανικό για τον άνθρωπο και με αυτό προσφέρει στην αντίληψη του ανθρώπου ένα αντικείμενο για να αντιπαλεύει μια πάλη, που στην πορεία του χρόνου θα δώσει αξία στα ανυπόστατα αντικείμενα της κατανόησης, είναι συνεπώς δημιουργός της θρησκείας, και σ ένα φιλοσοφικό σύστημα – όπως αυτό του Χέγκελ – δε θα’ πρεπε να τοποθετείται κατόπιν της θρησκείας. Όχι μόνο έπλασαν οι ποιητές Όμηρος και Ησίοδος τους θεούς των Ελλήνων, αλλά και άλλοι ως καλλιτέχνες, εγκαθίδρυσαν θρησκείες, παρ’ όλο που κανείς θα δίσταζε να τους προσδώσει το επιπόλαιο όνομα ‘καλλιτέχνης’.
Η τέχνη είναι το ξεκίνημα, το Άλφα της θρησκείας, μα είναι επίσης και το τέλος της, το Ωμέγα. Ακόμα περισσότερο είναι η συντροφιά της. Χωρίς την τέχνη και τον ιδεαλιστικά δημιουργικό καλλιτέχνη η θρησκεία δε θα υπήρχε, αλλά όταν αυτός ο καλλιτέχνης επανοικειοποιείται την τέχνη του, η θρησκεία κατακρημνίζεται. Ωστόσο με αυτή την εκτροπή προφυλάσσεται καθότι αναζωογονείται. Όποτε η τέχνη προχωρεί, δημιουργεί μια θρησκεία και μένει στην πηγή της. Από την άλλη μεριά, η φιλοσοφία δεν γεννά ποτέ θρησκείες, γιατί ποτέ δεν παράγει μια μορφή, που μπορεί να παίξει τον ρόλο του αντικειμένου της κατανόησης και οι λεπτεπίλεπτες ιδέες της δεν προσφέρονται για αξιοσέβαστα αντικείμενα μαζικής λατρείας. Η τέχνη απεναντίας, είναι αναγκασμένη να ανασύρει από την μοναξιά της στο σιωπηλό σκοτάδι του υποκειμένου την καθαρή και τελειότερη μορφή του πνεύματος, την αρτιότερα εξιδανικευμένη έκφραση του ίδιου του πνεύματος, και να την αναπτύξει και να την αποδεσμεύσει ως ένα Αντικείμενο. Έτσι ο άνθρωπος βρίσκεται απέναντι σ’ αυτό το αντικείμενο, αυτή την επινόηση του πνεύματός του, το θεό, και ακόμα και ο καλλιτέχνης γονατίζει μπροστά του.
Σ’ αυτή τη δέσμευση και την εμπλοκή με το Αντικείμενο, η θρησκεία παίζει έναν ρόλο αντίθετο με της τέχνης. Στην τέχνη, ο κόσμος του καλλιτέχνη παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μας ως ένα αντικείμενο, ένας κόσμος τον οποίο ο καλλιτέχνης ανέσυρε και συγκέντρωσε από την πλήρη δύναμη και τον ενδόμυχο πλούτο του, ένας κόσμος που θα ικανοποιήσει κάθε αληθινή ανάγκη και ανυπομονησία. Απ’ την πλευρά της η θρησκεία αγωνιά να επανακτήσει αυτόν τον κόσμο για τα ενδόμυχα του ανθρώπου, να τον τραβήξει στην πηγή του, να τον ξανακάνει υποκειμενικό. Η θρησκεία πασχίζει να συμφιλιώσει το Ιδανικό, ή θεό, με τον άνθρωπο, το υποκείμενο, και να απαλλάξει το θείο από τη σκληρή του Αντικειμενικότητα. Ο θεός προορίζεται για εσωτερίκευση – ‘όχι εγώ, αλλά ο χριστός κατοικεί μέσα μου’. Ο άνθρωπος, χωρισμένος από το Ιδανικό, μοχθεί να κερδίσει το θεό και τη χάρη του, και τελικά να μεταμορφώσει το θεό στον εαυτό του, και ο θεός, χωρισμένος από τον άνθρωπο, μπορεί να τον κερδίσει μόνο στη ‘βασιλεία των ουρανών’. Και οι δύο πλευρές αναζητούν και συμπληρώνουν έτσι η μία την άλλη. Ωστόσο δε θα συναντηθούν ποτέ, ούτε θα ενωθούν, γιατί έτσι η θρησκεία θα εξαφανιζόταν, γιατί η θρησκεία υφίσταται μόνο με αυτόν το διαχωρισμό. Ακολούθως, ο πιστός ζει για να ελπίζει σε τίποτα παραπάνω από ένα μελλοντικό τετ-α-τετ.
Ακόμα όμως, η τέχνη συντροφεύει τη θρησκεία, καθώς η εσωτερικότητα του ανθρώπου επεκτείνεται με τον αγώνα με το αντικείμενο και στην διάνοια του καλλιτέχνη ξεσπά προς μια νέα έκφραση και το Αντικείμενο γίνεται περισσότερο προσιτό και κατανοητό. Ευτυχώς σπάνια μια γενιά πέρασε χωρίς ένα τέτοιο διαφωτισμό εκ μέρους της τέχνης. Τουλάχιστον, όμως, η τέχνη θα παρασταθεί στον ενταφιασμό της θρησκείας. Ήρεμη και σίγουρη, η τέχνη θα διεκδικήσει τον εαυτό της για μια ακόμα φορά, κι έτσι θα στερήσει από το Αντικείμενο την αντικειμενικότητά του, την «άλλη πλευρά» του, και θα το απελευθερώσει από την μακρόβια θρησκευτική του φυλακή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η τέχνη δεν θα εμπλουτίσει το Αντικείμενο για μια ακόμα φορά αλλά θα το καταστρέψει ολοκληρωτικά. Διεκδικώντας την δημιουργία της, η τέχνη ξαναβρίσκει τον εαυτό της και ανανεώνει τη δημιουργική της δύναμη. Εμφανίζεται, στην παρακμή της θρησκείας, σαν μια λεπτομέρεια με όλη τη σοβαρότητα της παλιάς πίστης, μια σοβαρότητα με περιεχόμενο που η θρησκεία πλέον έχει χάσει, και η οποία πρέπει να επιστρέψει στον χαρούμενο ποιητή. Πλέον η θρησκεία εμφανίζεται σαν μια γελοία κωμωδία.
Τώρα όσο τρομακτικό κι αν είναι το έγκλημα αυτής της κωμωδίας δε θα επαναφέρει στην πραγματικότητα αυτό που δεν σκέφτεται παρά να καταστρέψει. Κι έτσι δεν επιλέγουμε εμείς να καταδικάσουμε την φρίκη της! Η τέχνη δημιουργεί ένα νέο Ιδανικό, ένα νέο Αντικείμενο και μια νέα θρησκεία. Ποτέ δε ξεπερνά το χτίσιμο μιας θρησκείας. Το πορτραίτο του Χριστού του Ραφαήλ τον εκθέτει σ’ ένα τέτοιο φως, ώστε θα μπορούσε να είναι η βάση μιας νέας θρησκείας – μιας θρησκείας του βιβλικού Χριστού τοποθετημένου υπεράνω όλων των ανθρώπινων υποθέσεων.

 Από την πρώτη στιγμή που η ακατάπαυστη κατανόηση ξεκινά τον μακρύ δρόμο της στο στοχασμό πάνω σ ένα νέο Αντικείμενο, βαθαίνει σταθερά στις σκέψεις της μέχρις ότου τελικά ξαναγυρίζει στον εαυτό της, στην εσώτερη φύση της. Με την ειλικρινή αγάπη βυθίζεται στον εαυτό της και καταπιάνεται με τις δικές της αποκαλύψεις και εμπνεύσεις. Ακόμα και τότε όμως, αυτή η θρησκευτική κατανόηση είναι τόσο φλογερά ερωτευμένη με το ίδιο της το Αντικείμενο που οφείλει να έχει ένα άσβεστο μίσος για όλα τα άλλα – το θρησκευτικό μίσος είναι αδιαχώριστο από την θρησκευτική αγάπη. Όποιος δεν πιστεύει στο Αντικείμενο, είναι ένας αιρετικός και όποιος δεν είναι πραγματικά θρήσκος, υποθάλπει την αίρεση.

 Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ο Φίλιππος ο Β΄ της Ισπανίας είναι πιο θρήσκος από τον Ιωσήφ τον Β΄ της Γερμανίας, και ότι ο Χέγκστενμπεργκ είναι αληθινά θρήσκος ενώ ο Χέγκελ όχι και τόσο; Στην εποχή μας η παρουσία του μίσους έχει μειωθεί στην έκταση, που η αγάπη στο θεό έχει αποδυναμωθεί. Μια αγάπη στον άνθρωπο έχει διεισδύσει, που δεν είναι από θεϊκή ευλάβεια παρά μάλλον από κοινωνική ηθικότητα. Ενδιαφέρεται περισσότερο για το καλό του ανθρώπου παρά για του θεού. Στ’ αλήθεια ο ανεκτικός Φρειδερίκος ο Μέγας δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν υπόδειγμα θεϊκότητας, αλλά χρησιμεύει μια χαρά σαν πρότυπο για την ανθρωπότητα. Οποιοσδήποτε υπηρετεί έναν θεό οφείλει να τον υπηρετεί τέλεια. Είναι, για παράδειγμα, ένα διαστρεμμένο και παράλογο αίτημα του χριστιανού να τον έχει να μην αλυσοδένει τους Ιουδαίους – καθότι ακόμα και ο Χριστός, με την αγνή καρδιά, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, γιατί θα ήταν αδιάφορος προς την θρησκεία του, ή θα προχωρούσε απερίσκεπτα.

 Αν ο χριστιανός ήταν να κατανοούσε τις προσταγές της θρησκείας του, θα απέκλειε τους Ιουδαίους από τα χριστιανικά δικαιώματα, ή πράγμα που είναι το ίδιο από τα δίκαια ενός χριστιανού – και πάνω απ’ όλα, από τις υποθέσεις του κράτους. Κι αυτό είναι έτσι ώστε η θρησκεία να είναι για τον καθένα κάτι παραπάνω από μια χλιαρή επιθυμία - σε μια σχέση διαχωρισμού.
Κι εδώ βρίσκεται η σύμπλευση της τέχνης με τη θρησκεία. Η τέχνη δημιουργεί το Ιδανικό και σηματοδοτεί το ξεκίνημα της θρησκείας. Η θρησκεία φτιάχνει στο Ιδανικό ένα μυστήριο, και εμμένοντας στο Αντικείμενο και εξαρτώντας το από τον εαυτό του, το ενώνει μαζί του σε μια εσωτερική θεικότητα. Αλλά όταν το μυστήριο ξεδιαλύνεται και το ξένο και εξωτικό στοιχείο αφαιρούνται και η επίσημη θρησκεία καταστρέφεται, τότε έρχεται η σειρά της κωμωδίας να επιτελέσει το καθήκον της. Η κωμωδία επιδεικνύει ανοιχτά την κενότητα, ή καλύτερα το ξεφούσκωμα του Αντικειμένου, απελευθερώνει τον άνθρωπο από την παλιά του πίστη και από την εξάρτησή του απ’ αυτό το εξαντλημένο ον. Η κωμωδία, όπως αρμόζει στην ουσία της, εισβάλει σε κάθε ιερό έδαφος, ακόμα και στην ιερότητα του γάμου και γι’ αυτό ο γάμος δεν αποτελεί πια ιερό. Είναι περισσότερο μια κενή νοήματος μορφή, την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποβάλει. Αλλά ακόμα και η κωμωδία όπως όλες οι τέχνες, προηγείται της θρησκείας, καθότι κάνει χώρο για την νέα θρησκεία, γι’ αυτήν που θα σχηματιστεί.

* * *

Η τέχνη γεννά το Αντικείμενο, και η θρησκεία ζει μόνο προσκολλώμενη σ’ αυτό το Αντικείμενο, αλλά η φιλοσοφία θέτει εαυτόν ξεκάθαρα πέρα και από τα δύο. Δεν μπερδεύεται μ’ ένα Αντικείμενο, όπως η θρησκεία, ούτε δημιουργεί ένα όπως η τέχνη, αλλά κονιορτοποιεί όλες τις δημιουργίες αντικειμένων καθώς και το ίδιο το πνεύμα των Αντικειμένων, κι έτσι αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας. Ο θεός, για τον φιλόσοφο, είναι τόσο αδιάφορος όσο και μια πέτρα – ο φιλόσοφος είναι φανατικός άθεος. Εάν ασχολείται με το θεό, δεν δείχνει ευλάβεια, παρά απόρριψη, καθότι αναζητεί μόνο τον Λόγο που έχει κρυφτεί σε κάθε μορφή, και αυτό μόνο υπό το φως του λόγου. Ο λόγος μόνο αναζητεί τον εαυτό του, μόνο αυτός προβληματίζει τον εαυτό του, αγαπά μόνο τον εαυτό του. Κι έτσι με ένα σωστό ένστικτο, ο Νέαντερ διακήρυσσε τον ‘θάνατο του θεού των φιλοσόφων’ Αλλά μιας και βρίσκεται πέραν του θέματος μας, ας μην ασχοληθούμε άλλο με τη φιλοσοφία ως τέτοια.

Mαξ Στίρνερ

*Αναδημοσίευση από http://freeinquiry.gr
http://freeinquiry.gr/pro.php?id=637

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Το πρόταγμα του κομμουναλισμού και η οικολογική σκέψη του Murray Bookchin

του Χρήστου Νεδελκόπουλου

  1. Η κοινωνική οικολογία του M. Bookchin.
Η οικολογική προοπτική του Bookchin συνίσταται εξ αρχής στην κατάργηση του δϋισμού μεταξύ φύσης και ανθρωπότητας και πιο συγκεκριμένα, μεταξύ μιας «κακώς εννοούμενης φύσης» και μιας «κυρίαρχης ανθρωπότητας». Η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση είναι μέρος όχι μόνο του τρόπου οργάνωσης της ζωής μας αλλά και του ίδιου του πολιτισμού μας. Συνεπώς ο νέος τύπος λογικής και το ανθρωπολογικό μοντέλο που απαντά σ' αυτήν, δεν είναι έκδηλο μόνο στους αστικούς σχηματισμούς των σύγχρονων μητρο-πόλεων, αλλά και στην ίδια την επιστήμη και την τεχνολογία. Το αποτέλεσμα αυτής της αυταρχικής και βίαιης εξουσίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, σηματοδοτεί το στέριωμα ενός τεχνητού και βάναυσου πολιτισμού πάνω στα θεμέλια του φυσικού κόσμου, δηλαδή την από-φυσικοποίηση του ίδιου του ανθρώπου.

Συνεπώς ως προς την φιλοσοφία της ιστορίας που υιοθετεί ο Bookchin, τοποθετεί την αόρατη διαμάχη μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογίας στην πολιτική κατεύθυνση μιας «ηθικής της ελευθερίας». Στο πλαίσιο αυτό προτάσσει την κοινωνική οικολογία ώστε «οι βίαιοι διαχωρισμοί μεταξύ σκέψης και φύσης, υποκειμένου και αντικειμένου, νου και σώματος, κοινωνίας και φύσης να υπερπηδηθούν».[1] Ο Bookchin βλέπει την ιστορία ως τη «συνέχεια των γεγονότων.. που εδράζονται στις δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία, αυτοσυνείδηση και συνεργασία, στην αυτοδιαμορφωνόμενη ανάπτυξη ολοένα και πιο ελευθεριακών μορφών κοινωνικής συμβίωσης»[2] και αναζητώντας τα όρια αυτής της φιλοσοφικο-ιστορικής αντίληψης, συλλαμβάνει και εντάσσει μέσα σ' αυτά την ευρεία έννοια του όρου "οικολογία".

Ο Bookchin θεωρεί ότι οι αμοιβαίες σχέσεις των μελών του φυσικού κόσμου και των μελών μιας κοινότητας σε συνάρτηση με το φυσικό περιβάλλον και το κοινωνικό γίγνεσθαι αντίστοιχα, συνιστά ένα πεδίο αναλογίας, ενδεικτικό του τρόπου εξέλιξης τόσο της φύσης, όσο και της κοινωνίας. Αυτό όμως που διαχωρίζει την φυσική από την κοινωνική ιστορία είναι οι θεσμικές προϋποθέσεις, όπου εντάσσεται η εξουσία και η ιεραρχία. Η ιεραρχία που θέτει ο άνθρωπος ανάμεσα στα μέλη του ζωικού κόσμου, δεν υφίσταται σε κανένα οικοσύστημα. Είναι το αποτέλεσμα και η συνέπεια της εξουσιαστικής νοοτροπίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, εξηγώντας και κατανοώντας τη φύση με βάση τα προϊόντα «των οργανωμένων και επιδέξια σφυρηλατημένων σχέσεων εξουσίας»[3] που απαντώνται στους τύπους ιεράρχησης της κοινωνίας.

Οι σχέσεις στο εσωτερικό του οικοσυστήματος είναι αμοιβαίες και μη ιεραρχικές, πηγή έμπνευσης της ίδιας της κοινωνίας στο ιστορικό γίγνεσθαι προς μια «ηθική της ελευθερίας». Στην καρδιά αυτής της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ φύσης και κοινωνίας, αναδύεται η αντίληψη του Bookchin για την "κοινωνική οικολογία" ως "οικολογία της ελευθερίας".

Η "οικολογία της ελευθερίας" δεν αποσπάται από την ίδια την ιστορία, καθώς εδράζεται η ίδια «στις δυνατότητες της ανθρωπότητας για ελευθερία». Η "κοινωνική οικολογία" είναι αποτέλεσμα και προϋπόθεση μιας κομμουναλιστικής αντίληψης για το κοινωνικό γίγνεσθαι, την ιστορία και τη φύση.

  1. Το πρόταγμα του κομμουναλισμού.
Ο κομμουναλισμός ως φιλοσοφική θεωρία, ανάγεται στις παλαιότερες επαναστατικές παραδόσεις του μαρξισμού και του αναρχισμού, ενώ προτάσσει ένα ριζοσπαστικό οικολογικό λόγο, εσωτερικά συνδεδεμένο με την ιστορία, την οικονομία και την παιδεία. Ως όρος αντλεί απ' την Παρισινή Κομμούνα, δηλώνοντας τη «συνομοσπονδία πόλεων και χωριών» αντί του «δημοκρατικού έθνους-κράτους». Στο κέντρο της κομμουναλιστικής αντίληψης βρίσκεται ο δήμος «όπου οι θεσμοί και οι αξίες εδραιώνονται όχι στη ζωολογία αλλά στη δημόσια ανθρώπινη δραστηριότητα».[4]

Ο κομμουναλισμός υιοθετεί από τον αναρχισμό την αντι-κρατική λήψη των πολιτικών αποφάσεων με βάση τη συνέλευση στο ευρύτερο πεδίο της πόλης, του χωριού και της συνοικίας, εκτείνοντας την στο πλαίσιο του "ελευθεριακού δημοτισμού". Η συνομοσπονδία που θα δημιουργούταν ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά, θα μπορούσε να αντικαταστήσει την κρατική εξουσία, αφού οι δημοκρατικοί δήμοι θα λάμβαναν τις αποφάσεις με αποτέλεσμα να εντείνουν τον πολιτικό αντίλογο με το κράτος και τη θεσμική του αντιπροσώπευση. Ο κομμουναλισμός ως ελευθεριακή-δημοτική εξουσία υιοθετεί από το μαρξισμό την όξυνση των ταξικών συγκρούσεων με σκοπό την «μεταβολή όχι μόνο της πολιτικής ζωής της κοινωνίας αλλά και της οικονομικής ζωής της».[5] Το κοινωνικό συνεπακόλουθο της λαϊκής εξουσίας των πολιτών θα γινόταν το πέρασμα από την ταξική σύγκρουση, στη δημοτική διαχείριση της οικονομίας.

Η κομμουναλιστική αντίληψη βλέπει στο δήμο πέρα από την οικονομική και πολιτική διαχείριση των δημοτικών υποθέσεων, την κοινωνική εργασία ως πεδίο ελευθεριακής παιδείας και πνευματικής αυτοδιαμόρφωσης των κοινωνικών υποκειμένων. Οι συνελεύσεις συνιστούν ένα κοινωνικό σχολείο όπου ο πολίτης αυτοδιαμορφώνεται με βάση τα ιδανικά της ελευθερίας που παρέχει η αλληλεπίδραση και η αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους, αφού «οι ίδιες οι συνελεύσεις θα πρέπει να λειτουργούν .ως στίβοι διαπαιδαγώγησης των ανθρώπων πάνω στη διαχείριση σύνθετων πολεϊκών και περιφεριακών υποθέσεων».[6]

Ο Bookchin αναφέρεται στις πολεϊκές δραστηριότητες ως μοναδικό τύπο άσκησης εξουσίας στην αρχαία Αθήνα, καθώς ο αθηναίος του πέμπτου αιώνα δεν συμμετείχε σ' αυτές ως πολιτικό ον πρωτίστως, αλλά ως ηθικό. Η διαπαιδαγώγηση μέσω της συνέλευσης δημιουργεί το ηθικό ον, το οποίο ως ευαίσθητο κοινωνικό υποκείμενο κινείται από την παιδεία της "ηθικής της ελευθερίας" προς την πολεϊκή δραστηριότητα και την άσκηση εξουσίας, σε μια διανοητική και αισθητική αυτοδιαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης, κατευθυνόμενη προς τα πολιτικά ιδανικά της ελευθερίας.

Αυτή η μετάβαση πολιτικής συνείδησης προϋποθέτει έναν ελευθεριακό δημοτισμό, ο οποίος είναι «αναπόσπαστο τμήμα της αντίληψης του κομμουναλισμού, και είναι μάλιστα η πράξις του».[7] Για τον Bookchin, τα ιδανικά της ελευθερίας είναι τα ίδια το αποτέλεσμα μιας ελευθεριακής ηθικής, στενά συνδεδεμένα με την οικολογία και τη φύση. Τα ιδανικά της ελευθερίας είναι το νόημα και στην ακραία τους έκφραση ο προορισμός της ιστορίας.

 3.                  Μύθος, λογική και ουτοπία.

Ο Bookchin θέλοντας να σκιαγραφήσει τα ιδανικά της ελευθερίας, ανατρέχει στον πρωτόγονο άνθρωπο για να διερευνήσει με όρους κοινωνικής ανθρωπολογίας την ιστορική διαδρομή από το μύθο στη λογική και από το πρώιμο έθιμο στην ελληνορωμαϊκή δικαιοσύνη. Την πρώτη κατεύθυνση προς τα ιδανικά της ελευθερίας, την βρίσκει στους έλληνες φιλοσόφους και τους ρωμαίους νομικούς, με τη διάκριση του δίκαιου και του άδικου από μια ορθολογική σκοπιά. Η ελευθερία λοιπόν αναδύεται «ως ένα σώμα ιδεών. το οποίο δεν ήταν μόνο φυσικό και κοινωνικό, αλλά ηθικό και χειραφετητικό επίσης»[8] με σκοπό να ξαναφτιαχτεί η κοινωνία.

Ο μύθος κρατούσε τον κόσμο της προϊστορίας δέσμιο στην κυριαρχία του εθίμου που ήταν η θεόσταλτη εντολή. Η δικαιοσύνη υποχωρούσε για χάρη της παράδοσης και της ορθολογικότητας. Ωστόσο με το Θουκυδίδη θα γίνει η πρώτη νατουραλιστική καταγραφή της ιστορίας που θα γνωρίσει ο αρχαίος κόσμος και μέσα στην οποία «δεν υπάρχουν μύθοι που να επιβαρύνουν αυτήν αντικειμενική καταγραφή της ανάδυσης της πόλεως και του εποικισμού του ελλαδικού χώρου[9].   

Στα χρόνια της αναγέννησης, η δικαιοσύνη και η ορθολογικότητα αρχίζουν να αποκτούν έναν κριτικό και ουτοπικό χαρακτήρα. Η νεότερη σκέψη αρθρώνει πλέον έναν ανθρώπινο και οικολογικό λόγο, αφού η έννοια της αμοιβαιότητας φορτίζεται με κοινωνικό και πολιτικό νόημα. Η λογική αντικαθιστά τον μύθο και παύουν να υφίστανται μεταφυσικές ερμηνείες του κόσμου, ενώ το βάρος πέφτει στον επίγειο κόσμο που μας περιβάλλει. Συνεπώς η αφηρημένη δομή της κοινωνίας υποχωρεί για χάρη του συγκεκριμένου. Αυτήν την παράδοση θα παραλάβει ο διαφωτισμός, ο οποίος θα παραθέσει δίπλα στο ορθολογικό, το ψυχολογικό και δίπλα στο κοινωνικό, το φυσικό, ανοίγοντας το δρόμο προς τις ελευθεριακές ουτοπίες.

Για τον Bookchin, τα ιδανικά της ελευθερίας απέκτησαν πολιτική μορφή και αποκόπηκαν πλήρως από τις θρησκευτικές παραδόσεις μέσω των ελευθεριακών ουτοπιών που προσπάθησαν να «συμφιλιώσουν τους δυϊσμούς του νου, του σώματος και της κοινωνίας, οι οποίοι αντιπαρέβαλλαν τη λογική με τον αισθησιασμό, την εργασία με το παιχνίδι, την πόλη με την επαρχία, την ανθρωπότητα με τη φύση»[10]. Αναφέρεται στους ουτοπιστές Robert Owen, Charles Fourier και στους αναρχικούς θεωρητικούς Pierre - Joseph Proudhon, Μιχαήλ Μπακούνιν και Πέτερ Κροπότκιν. Μνημονεύει τον Jean - Jacques Rousseau για την ενσάρκωση της επιθυμίας στο ιστορικό γίγνεσθαι, καθώς μόνο με το συνδυασμό «λογικής και βούλησης, σκέψης και δράσης, διαλογισμού και παρέμβασης, άλλαξε όλο το τοπίο του ριζοσπαστισμού».[11] Με τον ουτοπικό φόντο αυτών των στοχαστών και κυρίως του Κροπότκιν, ο Bookchin συλλαμβάνει το επαναστατικό πρόταγμα της κοινωνικής οικολογίας που δεν αντιστέκεται μόνο στον κρατικό κοινοβουλευτισμό αλλά και στην ίδια την αστικοποίηση της καθημερινής ζωής. Η κοινότητα, η συνομοσπονδία και η αυτοδιαχείριση της οικονομίας, κεντρικές θεσμικές σημασίες της κομμουναλιστικής κοινωνίας, αντλούν από τις ελευθεριακές ουτοπίες. Ο Bookchin μεταφέρει την ιστορία και τη φιλοσοφία των νεοτερικών ουτοπιών στο σήμερα και κάνει λόγο για μια απελευθερωτική κοινωνική δομή με βάση τα μέσα που η ίδια ως δομή μας παρέχει.  

  1. Προς μια ελευθεριακή ηθική.
Ο Bookchin αναφέρεται εκτενώς, παραθέτοντας μια σειρά από προτάσεις, για μια απελευθερωτική κοινωνία, οικολογικά δομημένη, με βάση τη μετάβαση από το υπάρχον κοινωνικό σύστημα προς το κοινωνικό - οικολογικό μοντέλο.[12]

Α. Οικολογία και εξάλειψη της ιεραρχίας.

Η κοινωνική οικολογία δεν αναγνωρίζει στο οικοσύστημα «ζώα - βασιλιάδες» και «ζώα - υπηρέτες». Θεωρεί ότι όλα τα μέλη ενός οικοσυστήματος (φυτά και ζώα) είναι το ίδιο απαραίτητα για την αρμονία του συνόλου. Η κοινωνική οικολογία αγωνίζεται να δείξει την εξάλειψη της ιεραρχίας στη φύση, όπως και στην κοινωνία. Σ' αυτό το σημείο συμπορεύεται με τα κινήματα των γυναικών και τις συνελεύσεις γειτονιάς.

Β. Απελευθερωτική τεχνολογία.

Για τον Bookchin δεν υπάρχει "ουδέτερη τεχνολογία". Η ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιείται για να υποδουλώσει τον άνθρωπο, με τους απαραίτητους κοινωνικούς μετασχηματισμούς θα μπορούσε να τον απελευθερώσει, ωθώντας τον στη δημιουργική εργασία.

Γ. Οικολογία και ελευθεριακή ηθική.

Η ελευθεριακή ηθική αντιτίθεται στην σχετικιστική ηθική της μεταμοντέρνας κοινωνίας γιατί έχει ως αφετηρία την οικολογία, δηλαδή μπορεί να εμφυσήσει στην κοινωνία το ηθικό μήνυμα της φύσης. Η φύση χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία και κατ' επέκταση δημιουργικότητα που βασίζεται στη συνεργασία για την επιβίωση. Αυτό είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό της ελευθεριακής ηθικής που ο άνθρωπος δανείζεται από τη φύση.
 
  1. Συμπεράσματα.
Ο Bookchin άσκησε ισχυρή κριτική σε σημαντικούς στοχαστές του εικοστού αιώνα, όπως στον Φουκώ και τον Χάιντεγκερ για τον σχετικιστικό τρόπο σύλληψης του ιστορικού γίγνεσθαι. Και με τους δύο συγκρούστηκε για την εξάλειψη κάθε έννοιας κοινωνικού υποκειμένου. Ο Bookchin έχει σταθερές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα, την αναγέννηση και την πολιτική φιλοσοφία, με αφετηρία τον Jean - Jacques Rousseau. Στο πρόταγμα του για την κοινωνική αλλαγή, διαμοιράζεται το πνεύμα της αθηναϊκής δημοκρατίας, των φιλοσοφικών ουτοπιών του 18ου αιώνα και των κοινωνικών επαναστάσεων του 19ου και του 20ου αιώνα. Με αυτόν τον πολιτικό και φιλοσοφικό φόντο, αντιλαμβάνεται και επεκτείνει το όραμα μιας άλλης κοινωνίας προσπαθώντας να συνενώσει κοινωνία και φύση. Ο Bookchin είναι θεωρητικός της ελευθερίας, όπως οι γάλλοι ουτοπιστές. Στην ώριμη συγγραφική του δράση γεννάται το οικολογικό του ενδιαφέρον που όπως ο ίδιος μας πληροφορεί, το οφείλει στον Κροπότκιν. Συνεπώς δεν επιχειρεί να συνενώσει κοινωνία και φύση, με τη γνωστή δυτική περιβαλλοντολογική ευαισθησία αλλά με όρους βαθύτατα πολιτικούς, συμπεριλαμβανομένης της παιδείας και της οικονομίας. Η κοινωνική οικολογία αναδύεται ως πολιτικό σύστημα που στο ανώτερο επίπεδο (στο σταυροδρόμι παιδείας και κοινωνικής διαχείρισης) είναι σε θέση να δημιουργεί τους δικούς της πολίτες, τους κομμουναλιστές. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι που τη διαφοροποιεί από άλλες σύγχρονες θεωρίες και της δίνει ένα δικό της νόημα και σκοπό (ταυτόχρονα οικολογικό, ηθικό και ελευθεριακό).

Το πολιτικό νόημα και ο σκοπός της κοινωνικής οικολογίας είναι η ίδια η ελευθερία. Ο Bookchin θεωρεί ότι η φύση είναι ικανή να διδάξει τους ανθρώπους ότι η ελευθερία δεν είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο. Η εξάλειψη της ιεραρχίας δεν πρέπει να αναζητάται μόνο στο κράτος, αλλά στην ίδια τη δομή της κοινωνίας. Η φύση μπορεί να μας δείξει πως μπορούμε να καταργήσουμε την ιεραρχία ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες μέχρι τη δομή του σχολείου και του εργοστασίου. Αντίθετα με την καπιταλιστική κοινωνία, στη φύση τα οικοσυστήματα δεν εξελίσσονται με ιεραρχικούς όρους (δηλαδή δεν επιβιώνει ο δυνατότερος). Η επιβίωση στο φυσικό κόσμο εξαρτάται από τις αρχές συνεργασίας και αμοιβαιότητας που θέτει το οικοσύστημα για τον εαυτό του. Κατά την ίδια έννοια και το κοινωνικό ον πρέπει να εξελίσσεται ως ον της κοινότητας και παράλληλα μ' αυτήν. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι η συνεργασία ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, έχει καταργήσει την ιεραρχία. Η υιοθέτηση αυτής της αρχής, συνεπάγεται τη διαμόρφωση της ελευθεριακής ηθικής από την ίδια την κοινωνία, δηλαδή τον θεμέλιο λίθο της ελευθερίας.


[1] Murray Bookchin, Τι είναι κοινωνική οικολογία, μετάφραση Μάκη Κορακιανίτη, εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 2000, σελ.26.
[2] Murray Bookchin, Ιστορία, πολιτισμός και πρόοδος, μετάφραση Θοδωρή Βελισσάρη και Γεώργιου Δαρεμά, εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα, 2005, σελ.45.
[3]Murray Bookchin, Τι είναι κοινωνική οικολογία, σελ. 41.
[4] Murray Bookchin, Το πρόταγμα του κομμουναλισμού, μετάφραση Αλέξανδρου Γκεζερλή, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2006, σελ. 72.
[5] Ο.π., σελ. 75.
[6] Ο.π., σελ. 77.
[7]Murray Bookchin, Το πρόταγμα του κομμουναλισμού, σελ. 82.
[8]Murray Bookchin, Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, μετάφραση Τάσου Κυπριανίδη, εκδόσεις Εξάντα, Αθήνα, 1993, σελ. 144. 
[9]Murray Bookchin, Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, σελ. 151. 
[10]Murray Bookchin, Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, σσ. 179-180.
[11] Ο.π., σελ. 170.
[12] Στο «Τι είναι κοινωνική οικολογία», περιλαμβάνεται συνέντευξη του Bookchin με τίτλο «Αναρχισμός και κοινωνική οικολογία».

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)