Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ: Πολιτισμός και ταυτότητα (δεύτερο μέρος)



Θοδωρής Τζίμας


Για να περιγραφούν επαρκώς οι διαδικασίες που συντελούνται στο εσωτερικό μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας απαιτείται πρώτα απ’ όλα μια ξεκάθαρη διαχείριση των εννοιολογικών εργαλείων που καταγράφουν την ίδια τη κοινωνία και τα χαρακτηριστικά της. Σε μια κοινωνία που καθορίζεται διαρκώς από μια σχέση ανταγωνισμού, έναν ακήρυχτο εμφύλιο, οι λέξεις, όπως σημείωσε 2.500 χρόνια πριν ο Θουκυδίδης, έχουν αλλάξει νόημα ακόμη και στα πιο απλά και καθημερινά πράγματα. Όροι κι έννοιες όπως πολιτισμός, κουλτούρα, πολυπολιτισμός κτλ. κρίνεται αναγκαίο να επαναπροσδιοριστούν και να λάβουν το περιεχόμενο που είναι ικανό να περιγράψει ως ένα βαθμό τη κοινωνική πραγματικότητα.


1.1. Πολιτισμός

Ο όρος πολιτισμός έχει χρησιμοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό σήμερα ώστε να χάνει την ουσία και το περιεχόμενό του. Πλέον η χρήση του στη καθημερινή ομιλία έγκειται σε πιο συμβατικούς λόγους, ενώ φτάνει συχνά να συγχέεται νοηματικά με τον όρο κουλτούρα. Αν και αμφότερες λατινογενείς, οι δύο λέξεις έχουν ειδοποιά χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν το περιεχόμενό τους. Ο όρος κουλτούρα, ο οποίος προέρχεται από το λατινικό cultus που προσδιορίζει την εσωτερική συγκρότηση, αναφέρεται σήμερα κυρίως για να δηλώσει τα πνευματικά αγαθά. Αντίθετα, ο όρος πολιτισμός, ο οποίος έχοντας προφανείς καταβολές από την λέξη πολίτης ανάγεται στο λατινικό civis (civilization) που σημαίνει την ηθική διαμόρφωση και αφορά κυρίως τα υλικά αγαθά. Στη πραγματικότητα, η έννοια της κουλτούρας περικλείεται σημασιακά στην έννοια του πολιτισμού ως τμήμα αυτού, ως μια όψη του πολιτισμού μεταξύ πολλών άλλων (τέχνες, θρησκεία, τεχνολογία κ.α.).
Με τον όρο πολιτισμός εννοείται ένα συγκροτημένο σύστημα αξιών, ηθών και πεποιθήσεων, κοινά αποδεκτών από τους ανθρώπους-συμμετέχοντες σ’ αυτό, που μορφοποιείται σε συνδυασμό με τις εκάστοτε γνώσεις (τεχνολογικές ή μη), τις συμπεριφορές, αλλά και τις διαμορφωμένες ανάγκες και επιθυμίες. Δεν αναφέρεται μόνο σε υλικά αγαθά, μα σε οτιδήποτε μπορεί να παράγει μια θεσμισμένη κοινωνία συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών, των τεχνών, των συμβόλων, των κανόνων που εξασφαλίζουν τη κοινωνική λειτουργία, τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και πλήθος άλλων δραστηριοτήτων που εντάσσονται στη καθημερινή ζωή και τη λειτουργία μιας κοινωνίας. Περιλαμβάνει ακόμα και τις πεποιθήσεις ενός κοινωνικού συνόλου ή και τη -λιγότερο ή περισσότερο- παγιωμένη εικόνα που έχει αυτό το σύνολο για τον εαυτό του. Επομένως, κάθε κοινωνική ομάδα δρα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Δεν υπάρχει κράτος, έθνος, ομάδα χωρίς πολιτισμό, όπως συνηθίζεται πολλές φορές να υπονοείται, παρά μόνο με διαφορετικό πολιτισμό. Δεν ευσταθεί επ’ ουδενί, για παράδειγμα, η προβοκατόρικη φράση «πολιτισμένος λαός» ή «απολίτιστος».
Ο πολιτισμός αναφέρεται ακόμη στη συλλογική λειτουργία που υπάρχει ως υπόστρωμα της καθημερινής κοινωνικής ζωής και πραγματικότητας και μεταβιβάζεται κατά βάση με τρόπο ασυνείδητο μέσω διαφόρων διαδικασιών μάθησης στους πολίτες-κοινωνούς. Παρόλα αυτά, μόνο ένα μικρό κομμάτι αυτής της κοινωνικής μάθησης συντελείται συνειδητά κι ορατά. Το μεγαλύτερο μέρος της αφορά όλες αυτές τις δραστηριότητες και το φορτίο που φέρει ο άνθρωπος μετά το πέρας της μάθησης καθεαυτής, δηλαδή την περαιτέρω επεξεργασία των δεδομένων, τις σκέψεις, τους αναστοχασμούς, τα συναισθήματα κι όποια άλλη εσωτερική διεργασία μπορεί να συντελείται στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, γεγονός που εντείνει το ασυνείδητο στοιχείο εντός της κοινωνικής μάθησης.
Παρόλα αυτά πρέπει να γίνει η εξής διττή διάκριση: Πρώτον, ο πολιτισμός (προσοχή στον ενικό αριθμό) αναφέρεται στη συνολική διαδικασία του ανθρώπου να επεξεργαστεί τα κοινωνικά του δεδομένα και να αξιοποιήσει τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του. Δεύτερον, η χρήση του όρου στον πληθυντικό αριθμό (οι πολιτισμοί) αναδεικνύει ως φαινόμενο την ύπαρξη των διαφοροποιήσεων και των διαφορετικών οπτικών που μπορεί να έχει ο πολιτισμός ως συλλογική διεργασία. Εν ολίγοις, ο πολιτισμός αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο σύστημα, ενώ οι πολιτισμοί στο σύνολο αυτών των συστημάτων. Επίσης, χρησιμοποιώντας τον όρο στον πληθυντικό αριθμό του προσδίδονται άλλα σημαίνοντα χαρακτηριστικά. Επί παραδείγματι, η χρήση του όρου κατά τρόπον «ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας», «ο ινδικός πολιτισμός» ή «ο πολιτισμός της λίθινης εποχής» δίδει στον όρο πολιτισμός μια σχετική αυτονομία ως προς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η γεωγραφική περιοχή, η χρονική περίοδος κτλ. Λογίζεται ως κάτι ανεξάρτητο, αυτόνομο μα και συγκεκριμένο.
Επιπλέον, η πολιτισμική διαδικασία δεν εναπόκειται σε καμιά σύγκριση. Πώς να συγκρίνει κανείς αξιολογικά δύο πολιτισμούς; Ως προς τι και σε σχέση με τι; Πώς να συγκρίνει κανείς δυο εγγενείς κοινωνικές διαδικασίες δημιουργίας χωρίς να μεροληπτεί, εφόσον βάζοντας δύο πολιτισμούς δίπλα δίπλα διαλέγει έμμεσα τον έναν ως σταθερά, άρα ως αποδεκτό κι ανώτερο;
Αν ένας πολιτισμός κριθεί σε σχέση με κάποιον άλλον, σημαίνει ότι παραλείπονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που δεν μπορούν να βρεθούν σε άλλους πολιτισμούς. Ακόμα, παραγνωρίζονται οι βασικές ανάγκες κι αρετές του ανθρώπου, οι οποίες ανεξαρτήτως πολιτισμού παραμένουν σταθερές και με τρόπους ανάλογους με τον εκάστοτε πολιτισμό εκφράζουν μια πάγια κατάσταση της ανθρωπινότητας. Η πεποίθηση ότι η διαδοχή των πολιτισμών εντάσσεται σε μια συνολική ιστορική συνέχεια ουσιαστικά παραθέτει συγκριτικά τους πολιτισμούς ή ακόμη και με τρόπο αναγωγικό. Όμως, πέραν αυτού, ο πολιτισμός είναι ένα αξιολογικό κατά βάση σύστημα που αντικατοπτρίζει τη κοινωνία και βέβαια αποκλίνει σημαντικά (έως και αντιθετικά κάποιες φορές) από τη μία ή την άλλη κοινωνική ομάδα με όποιον τρόπο κι αν αυτή ορίζεται, χωρίς να τίθεται αυθαίρετα ζήτημα «ανώτερου» ή «κατώτερου», αποδεκτού ή απορριπτέου, «καλού» ή «κακού». Τέλος, δεν προσάπτεται σε καμιά ομάδα θετικά ή αρνητικά, γιατί πολύ απλά δεν αφορά μια κατάσταση, αλλά μια διαδικασία[1].
Η παράθεση και η καταγραφή των πολιτισμών όπως αναπτύχθηκαν μέσα στους αιώνες εναπόκειται στην επιστήμη της ιστοριογραφίας ή της κοινωνιολογίας. Όμως, τομέας μελέτης της φιλοσοφίας της ιστορίας είναι η έρευνα και η θέση απέναντι στην ιστορική παράθεση, όχι κατ’ ανάγκη η συγκριτική τοποθέτηση.


1.2. Η ταυτότητα και η διαμόρφωσή της

Στα πλαίσια ενός κοινωνικού συνόλου που λειτουργεί περιστρεφόμενο γύρω από έναν πολιτισμό είναι επόμενο να συγκροτηθούν ταυτότητες. Έχει σημασία να τονιστεί ότι η ταυτότητα με τη σημασία του πολιτισμικού καθορισμού δεν σημαίνει αυτό που παρέχει η θεσμική κατοχύρωση, δηλαδή μια αστυνομική ταυτότητα, ένα διαβατήριο κ.ο.κ., αλλά αφορά κυρίως το κομμάτι που βρίσκεται εντελώς έξω από τους θεσμούς και δεν μπορεί να ελεγχθεί από αυτούς. Αφορά άλλες διαδικασίες και σύμβολα, που ενδεχομένως μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο, ώστε να είναι ανά πάσα στιγμή αντανακλάσεις της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας της εκάστοτε ομάδας στον δεδομένο χρόνο και τόπο.
Η έννοια της ταυτότητας αφορά μια κοινωνική πρόσληψη που συντίθεται από ένα πλήθος υπαγωγών και «συμφραζομένων», που ενίοτε είναι ακόμη κι αντίθετα μεταξύ τους, αλλά παρόλα αυτά διαμορφώνουν ένα σχετικά ομοιογενές σύνολο ομαδοποιημένων χαρακτηριστικών (εθνική προέλευση, φυλή, καταγωγή κοινωνική θέση, φύλο, οικονομική κατάσταση, γλώσσα, θρησκεία, συνήθειες κτλ.).
Από τις σημαντικότερες φαντασιακές σημασίες που θεσμίζει μια κοινωνία ξεχωρίζει εκείνη που η κοινωνία δημιούργησε για τον εαυτό της. Κάθε κλειστό σύνολο σε επίπεδο κοινωνίας αντιλήφθηκε τον εαυτό του σαν κάτι ιδιαίτερο: «οι απόγονοι του Οδυσσέα», «ο εκλεκτός λαός του Θεού», «απόγονοι των μεγάλων ηρώων» κ.ο.κ. Εξ ορισμού, κάθε κοινωνική ομάδα έκανε σημαία της μια εξωραϊσμένη εικόνα για τον εαυτό της (πχ. οι έλληνες είναι φιλόξενοι). Κι όχι μόνον αυτό, αλλά συνήθως μετά το «εμείς» ακολουθεί το αφοριστικό «όχι οι άλλοι». Κάθε ομάδα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της σε σχέση με κάποια άλλη. Έτσι, το παραπάνω παράδειγμα έχει και συνέχεια: οι έλληνες είναι φιλόξενοι – αλλά οι γάλλοι είναι βρωμιάρηδες, οι άγγλοι είναι ομοφυλόφιλοι, οι αμερικάνοι χαζοί και πάει λέγοντας… εν ολίγοις, τα θετικά χαρακτηριστικά που έχει προσδώσει κάθε ομάδα στον εαυτό της μεταφέρονται στα αρνητικά των υπολοίπων (λ.χ. αν κανείς αναφέρει ότι η Αλβανία ή η Τουρκία έχει πολύ όμορφες παραλίες θα αντιμετωπιστεί με καχυποψία από τους υπολοίπους, χωρίς κανείς τους να έχει επισκεφθεί τις αντίστοιχες παραλίες).
Δεν χωράει λοιπόν αμφιβολία ότι η συγκρότηση της ταυτότητας του ατόμου δεν περιλαμβάνει μόνο την ενέργεια του αυτοπροσδιορισμού του, αλλά μέσω συνεπαγωγών έχει και τη σύγκριση, την αποδοχή ή τον αποκλεισμό, και εν γένει τον προσδιορισμό της ταυτότητας του Άλλου.
Η έννοια της ταυτότητας ως νεωτερικός φιλοσοφικός όρος έρχεται να καλύψει την ανάγκη αυτοπροσδιορισμού του ατόμου. Η ταυτότητα του καθενός και περισσότερο τα κριτήρια που του αποδίδουν την τάδε ή την δείνα ταυτότητα δεν είναι σαφή ούτε καθορισμένα σε βάθος. Αρκούν λίγα κωδικοποιημένα πράγματα που έχουν σαν αφετηρία μια δεδομένη φαντασιακή σημασία και ως στόχο τη δημιουργία μιας ευρύτερης. Τα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν την όποια ταυτότητα διακρίνονται κατά τρόπο τέτοιο που να αντανακλάται ο χαρακτήρας του εκάστοτε πολιτισμού. Άλλα υπερτονίζονται, ενώ κάποια άλλα αποσιωπούνται.
Επομένως, η ύπαρξη ταυτοτήτων δεν είναι a priori καλό ή κακό, θετικό ή αρνητικό, υγιές ή επικίνδυνο. Μπορεί να λάβει οποιαδήποτε χαρακτηριστικά επιδιώκει η δεδομένη κοινωνία. Και σαφώς υπάρχουν οι λεγόμενες «επικίνδυνες ταυτότητες», οι οποίες εντοπίζονται στο εσωτερικό των ομάδων. Όταν μια ομάδα τοποθετεί τη ταυτότητά της ψηλότερα ιεραρχικά με σχεδόν ιδεαλιστικά κριτήρια, σημαίνει ότι η τοποθέτηση εκεί έναντι άλλων ταυτοτήτων συμβαίνει κατά τρόπον αυθαίρετο και μονόπλευρο. Επιπλέον, δημιουργεί αντιπαραθέσεις βάζοντας ουσιαστικά δύο ή περισσότερες ομάδες απέναντι. Για παράδειγμα, η ταυτότητα του Έλληνα με την ταυτότητα του Τούρκου είναι ασύμβατη και αντιθετική στη κοινή συνείδηση που προσλαμβάνει αυτό το σχήμα ως εξ ορισμού ως σχήμα διπολισμού και σύγκρουσης. Αντίστοιχα συμβαίνει με τις ταυτότητες χριστιανού-μουσουλμάνου και τις όποιες συνδηλώσεις τους κ.ο.κ.
Κάνοντας μια απλουστευμένη υπόθεση προκύπτει το εξής παράδειγμα: ένα έγχρωμο παιδί δεύτερης γενιάς μεταναστών στην Ελλάδα από χώρα της Αφρικής ταυτίζεται άμεσα με τον «ξένο». Όμως, το εν λόγω παιδί μπορεί να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, έχοντας ζήσει όλα τα χρόνια εδώ, να μιλά μόνο την ελληνική γλώσσα, να πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο, να έχει ίσες «υποχρεώσεις» απέναντι στο κράτος (πχ. φορολογία, στρατιωτική θητεία κτλ.) και να έχει ακόμα μια σειρά χαρακτηριστικών που θα συναντούσε κανείς σε έλληνες υπηκόους. Παρόλα αυτά, χωρίς κανένα προφανή λόγο, το παιδί αυτό ονομάζεται «ξένος» ως προς τη καθημερινή κοινωνική του αντιμετώπιση.
Επομένως, η ταυτότητα κι ο προσδιορισμός της δεν αποδίδουν συνολικά το περιεχόμενο και τη φύση του ατόμου και πολύ περισσότερο δεν εκφράζουν απολύτως αληθείς καταστάσεις, παρά μόνο μια πλευρά της υπόστασης ιδωμένη μέσα από ένα στερεοτυπικού χαρακτήρα πρίσμα που συντίθεται από πάγιες αντιλήψεις και προκαταλήψεις.
Είναι βέβαια σημαντικό να ξεκαθαριστεί ότι η αντίληψη που έχει κανείς για μια άλλη ομάδα δεν απορρέει από τη μεμονωμένα βιωμένη εμπειρία του, αλλά από τη γενική ασαφή και στρεβλωμένη αντίληψη που έχει για την εκάστοτε ομάδα. Αν, για παράδειγμα, ένας άνθρωπος θεωρεί τους τούρκους εχθρικούς και γνωρίσει κάποιον τούρκο που φυσικά δεν απαντά σε αυτό το στερεότυπο, δεν μεταβάλλει την άποψή του για την ομάδα, το σύνολο των τούρκων. Δεν σχηματίζει δηλαδή την αντίληψη από τη προσωπική του εμπειρία, αλλά αντίστροφα συγκρίνει αυτή την εμπειρία με τη δεδομένη αντίληψη.
Κάνοντας μια μικρή παρέκβαση θα μπορούσε κανείς να πει ότι με την χρήση της φράσης «δεδομένη αντίληψη» εννοείται η αντίληψη που εδόθη, που μεταφέρθηκε ως παράδοση. Κατά συνέπεια λοιπόν, μέρος της ταυτότητας είναι η εσωτερίκευση ενός συστήματος λειτουργιών με την έννοια ενός ετεροκαθορισμένου συνόλου σημασιών κι ερμηνειών του κόσμου. Το να ανήκει κανείς σε μια ομάδα σημαίνει ότι σε μεγάλο βαθμό έχει αποδεχτεί, χωρίς να είναι απολύτως συνειδητή η επιλογή του, ένα σύνολο κανόνων, συμπεριφορών και αντιλήψεων, αλλά και κριτικού συγκρητισμού και συσχετισμού με τις υπόλοιπες ομάδες.
Πώς όμως δομούνται οι ταυτότητες και κατ’ επέκταση οι πολιτισμοί σήμερα; Σε εποχές ατομικισμού ή έστω υπερπροβολής των ατομικών επιδιώξεων και φιλοδοξιών η πολιτισμική διαδικασία τείνει να γίνει ταυτόσημη με την παραγωγική διαδικασία, με την έννοια του εμπορεύματος. Αν ο ατομισμός έχει ως αυτοσκοπό την ατομική ευτυχία, μια αμιγώς ωφελιμιστική λογική, αποσκοπεί στη κατανάλωση ως αξία. Επομένως, η κατανάλωση υλικών ή μη αγαθών ταυτίζεται με τη παραγωγή πολιτισμού κι αντίστροφα. Με απλά λόγια, ίσως και λίγο παρωχημένα, πολιτισμένες χώρες σήμερα θεωρούνται από τον κοινό νου εκείνες που είναι σε θέση να παρέχουν στους υπηκόους τους μεγαλύτερες δυνατότητες κατανάλωσης.
Αντίστοιχα, η δυναμική του ατομικισμού απομονώνει τον άνθρωπο κάνοντάς εχθρό με το Άλλο. Ωστόσο, πολλοί μελετητές κάνουν λόγο για μια ριζική κρίση ταυτότητας. Ο Μαρκούζε, ο Καστοριάδης, ο πιο πρόσφατος Τσόμσκι και πολλοί άλλοι θεωρητικοί δεν απέδωσαν στον ατομικισμό νεωτερικά χαρακτηριστικά, ούτε βέβαια τον κατέγραψαν ως δυναμική χειραφέτηση. Περισσότερο εντόπισαν στον προωθούμενο ατομικισμό μια υποτιθέμενη χροιά ευημερίας και δήθεν ελευθερίας, έναν βαρβαρισμό του ανθρώπου, με στόχο την περαιτέρω υποδούλωσή του μέσω μιας γενικευμένης πολιτισμική σύγχυσης, μιας κρίσης ταυτοτήτων.
Πέραν αυτού όμως, ο προσδιορισμός μιας συγκεκριμένης κοινότητας ή ομάδας που αναπτύσσει ένα τέτοιο αξιολογικό σύστημα ικανό να συγκροτήσει μια πολιτισμική διαδικασία στη πραγματικότητα είναι προσδιορισμός εσωτερικής ταυτότητας. Ο προσδιορισμός και η δημιουργία ταυτότητας προσιδιάζει εν πολλοίς στη ανάγκη του «ανήκειν», τη τάση του σύγχρονου ανθρώπου να εντάξει τον εαυτό του στα πλαίσια μιας ομάδας και στη λειτουργία της κι αντίστοιχα να δει ή έστω να σχηματίσει και μια ανάλογη ταυτότητα για τον διπλανό του. Επιπλέον, η αναγκαιότητα αυτή ικανοποιεί σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργία, την απόδοση και τη προσαρμογή φαντασιακών σημασιών γύρω από τις έννοιες. Η εκάστοτε ταυτότητα ακολουθείται από πλήθος συμφραζομένων πληροφοριών που το σύνολό τους διαμορφώνει στη συνείδηση του ανθρώπου μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα, η οποία ανεξάρτητα από την όποια ευελιξία, συνήθως αποκτά στερεοτυπικό χαρακτήρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

τρίτο μέρος: http://anti-texni.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html

[1] Όπως προειπώθηκε, είναι σαφές ότι φράσεις και πεποιθήσεις που έχουν αποκτήσει στερεοτυπικό χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα «ο τάδε είναι απολίτιστος» ή «εμείς είχαμε πολιτισμό» δεν έχουν δικαιολογητική βάση.

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)

Η τέχνη δεν αναπαριστά αυτό που βλέπουμε. Μάλλον μας κάνει να το δούμε. (P. Klee)